χρηστηρίῳ

χρηστηρίῳ
χρηστήριον
an oracle
neut dat sg
χρηστήριος
oracular
masc/neut dat sg
χρηστήριος
oracular
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”